Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες μέρες για το πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου που αποφάσισαν οι G7. Για την αποτελεσματικότητα της επιβολής πλαφόν σε μια αγορά, η πρακτική εμπειρία μας έχει δώσει την απάντηση. Τα πλαφόν είναι προορισμένα να αποτυγχάνουν καθώς τελικά οδηγούν σε αύξηση των τιμών και ελλείψεις στην αγορά.
Οι συνολικές εισαγωγές πετρελαίου των G7 φτάνουν τα 15 εκ. βαρέλια τη μέρα. Σε αυτή την ποσότητα λοιπόν, οι G7 θέλουν να επιβάλουν πλαφόν αναγκάζοντας τη Ρωσία να πουλά σε συγκεκριμένη τιμή. Από αυτά τα 15 εκ βαρέλια όμως, τα μισά αφορούν τις ΗΠΑ και τον Καναδά, χώρες που είναι οι ίδιες μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου και οι οποίες εισάγουν ελάχιστα από τη Ρωσία.
Την ίδια στιγμή, οι εισαγωγές τις Κίνας είναι πάνω από 10 εκ βαρέλια τη μέρα και της Ινδίας πάνω από 4,5 εκ. Οι δύο χώρες μαζί λοιπόν έχουν πάνω από 14,5 εκ βαρέλια εισαγωγών και αγοράζουν πολύ πετρέλαιο από τη Ρωσία με αυξανόμενα ποσοστά μέσα στο 2022 και χωρίς κανένα λόγο να σταματήσουν.
Οι G7 λοιπόν πολύ απλά δεν έχουν τη δύναμη να επιβάλουν ένα πλαφόν στη Ρωσία η οποία πολύ απλά έχει και αλλού να πουλήσει…
Ποιο σημαντικό όμως από την αποτυχία στην πράξη του πλαφόν, είναι η αποτυχία σε όρους ιδεολογίας από μια τέτοια κίνηση.
Η ιδέα ενός καρτέλ αγοραστών που επιβάλει τιμές στη αγορά αποτελεί πλήγμα σε αυτή καθ’ αυτή τη λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών και κοινωνιών, και δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο.
Τα καρτέλ είναι αυτά που ο ελεύθερος κόσμος οφείλει να πολεμά και όχι να δημιουργεί.
Τη Ρωσία εκτός από το πεδίο, οφείλουμε να την πολεμήσουμε σε όρους ιδεολογίας. Όταν Ρωσία και Κίνα αμφισβητούν στην πράξη τις ιδέες της ελεύθερης αγοράς, εμείς δημιουργώντας καρτέλ για να τους αντιμετωπίσουμε, χάνουμε αυτό ακριβώς που θέλουμε να προστατέψουμε.
Ας επιτρέψουμε όμως και πάλι στα πρακτικά του θέματος.
Με βάση τις ανακοινώσεις, με το πλαφόν, οι G7 έχουν διπλή στόχευση. Θέλουν αφενός να μειώσουν τα έσοδα της Ρωσίας (και συνεπώς την ικανότητα της να χρηματοδοτεί τον πόλεμο) και αφετέρου να μειώσουν το υψηλό κόστος του καυσίμου για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Τα ίδια δηλώνει και η ΕΕ με τις δικές της σκέψεις για πλαφόν στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Επί αυτής της στόχευσης έχουμε όμως την εξής πραγματικότητα:
- Τα έσοδα της Ρωσίας από πωλήσεις ενέργειας για το 2022 είναι ήδη 40% αυξημένα σε σχέση με πέρσι. Από τα 240 δις δολάρια η Ρωσία αναμένεται να φτάσει τα 340 δις εσόδων φέτος. Είναι προφανές λοιπόν πως έτσι δεν μειώνουμε τη δυνατότητα της Ρωσίας να κάνει πόλεμο αλλά μάλλον την ενισχύουμε.
- Έστω όμως πως μπαίνει το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο και έτσι θα αρνούμαστε να το αγοράζουμε πάνω από αυτό το όριο. Αυτό σημαίνει πως το πετρέλαιο από άλλες πηγές θα δεχθούμε να το αγοράζουμε πιο ακριβά; Αν δηλαδή οι τιμές που πουλούν οι ΗΠΑ ή η Σ. Αραβία είναι πάνω από το πλαφόν αυτό το πετρέλαιο θα το αγοράζουμε;
- Αν το αγοράζουμε, τότε το ενεργειακό κόστος για τις οικονομίες μας δεν θα έχει μειωθεί.
- Αν δεν το αγοράζουμε, τότε στην ουσία θα μιλάμε για πλαφόν σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπάρχει κανείς νοήμων άνθρωπος στον κόσμο που πιστεύει πως αυτό είναι εφικτό και αποδεκτό;
* Ο Μιχάλης Μαθιουλάκης είναι αναλυτής ενεργειακής στρατηγικής, Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ για θέματα ενέργειας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο energypress.gr