Κατέληξαν τα αποτελέσματα ειδικής έρευνας και το αρμόδιο δικαστήριο.
Η υπόθεση του θανάτου μιας Βρετανίδας τουρίστριας στη Βόρεια Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2017, που προκλήθηκε από επίθεση ζώων, έκλεισε τον Σεπτέμβριο του 2022 καθώς το δικαστήριο κατέληξε σε ετυμηγορία για το αίτιο θανάτου λαμβάνοντας υπόψη και τα στοιχεία που προσκόμισαν ειδικοί επιστήμονες στην άγρια πανίδα.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2017 τα υπολείμματα του σώματος της Celia Hollingworth, βρέθηκαν από τα σωστικά συνεργεία στο μονοπάτι Ε6 που συνδέει τους αρχαιολογικούς χώρους της Μεσημβρίας και Μαρώνειας Ροδόπης, κοντά σε εποχικό χώρο σταβλισμού κοπαδιού με αίγες. Οι αρχές διερευνούσαν την εξαφάνισή της, μετά από τηλεφώνημα που έκανε η ίδια δυο ημέρες πριν, αναφέροντας ότι της επιτίθενται άγρια σκυλιά. Το θέμα έλαβε διαστάσεις στον τοπικό και διεθνή τύπο λίγες ημέρες αργότερα, όταν ο υπεύθυνος για την υπόθεση ιατροδικαστής δήλωσε ότι ήταν πιθανότατα λύκοι και όχι σκύλοι, τα ζώα που σκότωσαν και κατανάλωσαν την άτυχη γυναίκα, κρίνοντας από την κατάσταση των υπολειμμάτων της, συμπέρασμα το οποίο παρέμεινε και στο τελικό ιατροδικαστικό πόρισμα.
Για την διερεύνηση του ιδιάζοντος αυτού περιστατικού η περιβαλλοντική οργάνωση «Καλλιστώ» σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης (ΙΔΕ) του «ΕΛΓΟ Δήμητρα», διενήργησαν ειδική έρευνα, που βασίσθηκε τόσο σε εκτενείς εργασίες πεδίου (Οκτώβριο – Δεκέμβριο 2017) με την χρήση ειδικών καμερών καταγραφής πανίδας, όσο και με τον καθορισμό, διαμέσου εκτενούς βιβλιογραφικής έρευνας, 13 συνολικά κριτηρίων που σχετίζονται με την πιθανότητα επίθεσης σκύλων ή λύκων σε άνθρωπο. Από την έρευνα συντάχθηκε ειδικό πόρισμα που παραδόθηκε το 2018 στις αρμόδιες αρχές που διερευνούσαν την υπόθεση, ενώ πρόσφατα δημοσιεύθηκε με την μορφή ερευνητικού άρθρου, σε επιστημονικό περιοδικό με κριτές.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, διαθέσιμα ή επαρκή στοιχεία υπήρξαν για την αξιολόγηση των τα 11 από τα 13 κριτήρια. Για τα υπόλοιπα κριτήρια, τα διαθέσιμα στοιχεία είτε δεν αναλύθηκαν καθόλου (DNA από κυνοειδή που συλλέχθηκε στο σημείο επίθεσης), είτε δεν συλλέχθηκαν κατάλληλα ( DNA από τα στόματα των σκύλων τη στάνης) είτε συλλέχθηκαν, αλλά παρερμηνεύτηκαν (παρατηρούμενα μεταθανάτια πρότυπα κατανάλωσης του θύματος από τα σαρκοφάγα ζώα).
Μέσω συνδυασμού του συνόλου των διαθέσιμων στοιχείων, η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του θύματος οφειλόταν σε θανατηφόρα επίθεση σκύλων. Το πόρισμα υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, από γεγονότα όπως: α) η υψηλή επικάλυψη της δραστηριότητας σκύλων και ανθρώπων στο σημείο και ώρα της επίθεσης και σε αντίθεση με την μηδενική επικάλυψη της αντίστοιχης δραστηριότητας λύκων και ανθρώπων, β) η παρουσία μεγάλης αγέλης σκύλων χωρίς συχνή επίβλεψη από άνθρωπο, γ) η υψηλή αναλογία αρσενικών σκύλων στην ομάδα, δ) η εγγύτητα του σημείου της επίθεσης με τον χώρο φύλαξης των κτηνοτροφικών ζώων και ε) η προηγούμενη επιθετικότητα των σκύλων. Τα πρότυπα κατανάλωσης του πτώματος, η χρονική κλίμακα κατανάλωσης και οι τοποθεσίες εύρεσης των λειψάνων του θύματος, υποδεικνύουν ότι η μεταθανάτια κατανάλωση προήλθε από τα ίδια σκυλιά ή θα μπορούσε συνδυαστικά και από άγρια ζώα, συμπεριλαμβανομένων και λύκων.
Η απόφαση του δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2022 κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος της άτυχης γυναίκας οφειλόταν σε επίθεση από τα σκυλιά φύλαξης της εποχικής θέσης σταβλισμού του κοπαδιού αιγών κοντά στο σημείο της επίθεσης.
Αν και οι επιθέσεις μη-λυσσασμένων λύκων [1] σε ανθρώπους είναι αναγνωρισμένες ως ένα υπαρκτό φαινόμενο από τη διεθνή βιβλιογραφία, αποτελούν πολύ σπάνια περιστατικά στην Ευρώπη. Η εφαρμογή μιας διεπιστημονικής προσέγγισης, κατά την αξιολόγηση τέτοιων πιθανών περιπτώσεων επίθεσης μεγάλων άγριων σαρκοφάγων σε ανθρώπους, μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες εσφαλμένης διάκρισης του υπαίτιου είδους και, ως εκ τούτου, να αποτρέψει την αναίτια μείωση της ανοχής των πολιτών για τα είδη αυτά.
Επιπλέον, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την χρήση σκύλων φύλαξης κοπαδιών πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά σε τουριστικές περιοχές προς αποφυγή μελλοντικών τραυματισμών ή/και θανάτων όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η έρευνα προτείνει επίσης πρακτικά μέτρα για τον περιορισμό παρόμοιων ατυχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της χαρτογράφησης και της επιτόπιας αξιολόγησης κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων όσο αφορά την επικινδυνότητα των σκύλων φύλαξης κοπαδιών σε περιοχές με πολλούς επισκέπτες, την τοποθέτηση ειδικών πινακίδων ενημέρωσης και προειδοποίησης των περιπατητών, την δημιουργία και διάχυση οδηγιών αποφυγής ή αντιμετώπισης παρόμοιων επικίνδυνων συναντήσεων καθώς και την ενδεχόμενη προσαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την χρήση αποτρεπτικών μέτρων ατομικής προστασίας από επιθέσεις σκύλων ή άγριων ζώων.
Η σχετική ερευνητική εργασία μπορεί να αναζητηθεί στους παρακάτω συνδέσμους:
https://www.researchgate.net/publication/364447199_Dogs_not_wolves
https://natureconservation.pensoft.net/article/81915/list/11/
—————
[1] Η συμπεριφορά των θηλαστικών που προσβάλλονται από τον ιό της λύσσας, όπως η μη ελεγχόμενη επιθετικότητα, αποτελεί αποκλειστικά συμπτωματολογία της προσβολής τους από τον ιό λόγω των σοβαρών νευρολογικών και εγκεφαλικών αλλοιώσεων που αυτός προκαλεί.πηγή dasarxeio.com/