Του Συμεών Σολταρίδη
Κατά καιρούς διαβάζω αναλύσεις, σχόλια, ερμηνείες και πολλά άλλα σχετικά με την Συνθήκη της Λωζάνης και για την ονομασία της μειονότητας . Πώς δηλαδή πρέπει να χαρακτηρίζεται. Θρησκευτική ή εθνική. Και στην συνέχεια πως να λέγεται;
Πραγματικά η συζήτηση περιστρέφονταν για θρησκευτική μειονότητα, όπου τελικά έγινε αποδεκτή και έτσι χαρακτηρίστηκε στην σύμβαση «περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών» που υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1923 στην Λωζάνη. Το άρθρο 2 της σύμβασης εξαιρούσε από την ανταλλαγή τους « Ελληνορθόδοξους (Ρωμιούς) κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και τους Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης καθώς και τους κατοίκους των νησιών Ίμβρου και Τενέδου».
Τον όρο θρησκευτική τον αποδέχτηκαν και οι δύο πλευρές για τους δικούς τους λόγους. Εξάγεται δε το συμπέρασμα αφενός μεν από την εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Μελετίου την οποία απέστειλε στον Ελευθέριο Βενιζέλο εν είδει υπομνήματος στις 12 Οκτωβρίου του 1922 η οποία περιλαμβάνεται στο Αρχείο Βενιζέλου Αρ. Εις.173/φάκελλος 318 αλλά και από την ομιλία του Κεμάλ Ατατούρκ που εκφώνησε επί 15 ημέρες στην Τουρκική Βουλή και μεταφράσθηκαν τα κύρια σημεία από τον υπογράφοντα .
Γράφει ο Οικ. Πατριάρχης «Κατά το σχέδιον εις το Τουρκικόν κράτος θα υπάρχει μία μόνον εθνότης, η Τουρκική. Η ιδιότης του Έλληνος και του Αρμενίου ως εθνότητος καταργείται, μένει μόνον το θρησκευτικόν δόγμα απηλλαγμένον πάσης εθνικιστικής μορφής».
Σε άλλο σημείο αναφέρεται στην καταστροφή του Ελληνισμού της Μ.Ασίας, τονίζει ότι το νέο κράτος της Τουρκίας επιθυμεί τον θρησκευτικό και όχι εθνοτικό προσδιορισμό , αφού αναγνωρίζει την θρησκεία αντί του έθνους όπως συνέβαινε επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Συνεχίζοντας γράφει «επί τοιαύτης καταστάσεως πραγμάτων θα διεξαχθώσιν αι περί μειονοτήτων συζητήσεις εις τας περί ειρήνης διαπραγματεύσεις». Υπενθυμίζει στο υπόμνημά του ότι «η Τουρκία θα ισχυριστεί ότι δεν υπάρχουν ειμή μόνον θρησκευτικαί μειονότητες τουρκικής εθνότητος, αι οποίαι δεν έχουσιν ανάγκην προνομίων εθνικής μορφής». Ακολουθεί δε το μοντέλο της Αυτοκρατορίας όπου οι πολίτες της δήλωναν μόνο θρησκεία και ότι οι διαφορές τους ήταν μόνο θρησκευτικές.
Επί πλέον ο Πρέσβης Άννινος αποστέλλει στις 21 Δεκεμβρίου του 1922 τηλεγράφημα προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο που υπάρχει στο σχετικό αρχείο Βενιζέλου 173/34 -Υποφάκελλος 21-25/22 όπου ο Οικ. Πατριάρχης, αφού σημειώνει ότι « θα ήτο προτιμητέα ίδια σειρά άρθρων συνθήκης Αθηνών διατυπούντων δίκαια Χριστιανών εν Μωαμεθανικώ Κράτει».
Και καταλήγει «Είναι πρόδηλον ότι ευκολώτερον να υποστηριχθή ωρισμένη και σαφής αρχή του ότι ζητούνται υπέρ Χριστιανών εν Τουρκία αυτά εκείνα άπερ έχουσιν ήδη Μωαμεθανοί ως θρησκεία και εθνότης εν τοις Βαλκανικοίς Κράτεσι».
Δηλαδή η εισήγηση του Οικ.Πατριάρχη ήταν να γίνει αποδεκτή η πρόταση της Τουρκικής αντιπροσωπίας ώστε να αναγνωριστούν οι μειονότητες σαν θρησκευτικές. Και ο λόγος ήταν διότι το Οικ. Πατριαρχείο και ο Ελληνισμός της Πόλης, Ίμβρου και Τενέδου θα είχαν περισσότερα δικαιώματα , όσα θα είχαν και οι Μωαμεθανοί στα Βαλκάνια.
Με την διαφορά ότι η Τουρκική πλευρά μέσα από τον θρησκευτικό χαρακτηρισμό αναγνώριζε Τουρκική εθνότητα, με αποτέλεσμα να υποστηρίζει ότι οι μειονότητες αυτές έχοντας Τουρκική καταγωγή να μην χρειάζονται προνόμια εθνικής μορφής.
Επί πλέον το Τουρκικό κράτος δεν ήθελε τον εθνοτικό χαρακτήρα των μειονοτήτων επειδή δεν ήθελε να υφίστανται εθνοτικές μειονότητες στα εδάφη του επισήμως μια και οι θρησκευτικές μειονότητες Τουρκικής καταγωγής δεν χρειάζονταν άλλα προνόμια. Τις δέχονταν δηλαδή σαν Τουρκικές. Βέβαια θα πρέπει να ειπωθεί ότι αποδεχόμενη την Ρωμαίικη μειονότητα , έμμεσα αποδέχονταν και την εθνοτική της καταγωγή χωρίς να την χαρακτηρίζει επίσημα.
Τα πρώτα χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης η Ελλάδα ονόμαζε την μειονότητα με τις ονομασίες Μωαμεθανοί, Μουσουλμάνοι, Τούρκοι κάτι που αποδεικνύεται στα σχετικά Γενικά Αρχεία του Κράτους Νομαρχίας Ροδόπης και μόλις μετά τα μέσα του 1970 επικράτησε επίσημα σαν Μουσουλμανική.
Δεν γνωρίζω με ποιανού άποψη ταυτίστηκε η Ελληνική Διοίκηση και άρχισε να χαρακτηρίζει την μειονότητα σαν «Έλληνες Μουσουλμάνοι» και όχι «Μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες». Επικράτησε έτσι το σύντομο «Έλληνες Μουσουλμάνοι» αφήνοντας ερωτηματικά για την εθνική τους καταγωγή, όταν αποδέχεται ανεπίσημα την ύπαρξη τριών εθνοτικών ομάδων, αλλά ομιλώντας μόνο για δύο.
Στο μεταξύ όπως γίνεται σε πολλά έτσι και στο όνομα της μειονότητας ο κάθε ένας άρχισε να την χαρακτηρίζει όπως ήθελε. Και φθάσαμε να διαβάζουμε για «Ελληνική μειονότητα στην Θράκη» σε μπλοκ στις 5/5/2021 υπονοώντας την μειονότητα στην Δυτική Θράκη . Υπογεγραμμένο το άρθρο από διεθνολόγο με αξιόλογες περγαμηνές ο οποίος μάλλον εκ παραδρομής έκανε αναφορά σε «Ελληνική μειονότητα στην Θράκη». Διαφορετικά δεν κατανοώ την σπουδή!
Η αναφορά έγινε λόγω της επίσκεψης στην περιοχή του Τούρκου αναπληρωτή Υπ. Εξωτερικών Γιαβούζ Σελίμ Κιράν , ο οποίος χαρακτήρισε την μειονότητα «Τουρκική». Ενώ ο αρθρογράφος γράφει ότι «Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την ελληνική μουσουλμανική μειονότητα για να της προσδώσει πολιτική οντότητα, ώστε να αποκτήσει τη δυνατότητα, να επηρεάσει τις τοπικές πολιτικές εξελίξεις».
Ποτέ μου δεν σχολίασα, στο διάβα των ετών, αρνητικά το τυχόν άρθρο σεβόμενος ότι απηχεί τις θέσεις του γράφοντα. Υπάρχουν όμως κάποια που εκ των πραγμάτων σε οδηγούν σε κάποια σχόλια.
Ας μου επιτραπεί λοιπόν να σημειώσω ότι το μειονοτικό θέμα στο οποίο εργάζομαι επιστημονικά και βιώνω επί τριακονταπεντία είναι από τα δυσκολότερα θέματα της Ελληνικής πολιτικής το οποίο πρέπει κάποιος να μελετά και να ερευνά για πολλές δεκαετίες για να μπορέσει να το πλησιάσει. Δεν χρειάζονται μόνο νομικές πλευρές, αλλά κυρίως πολιτικές διαστάσεις, διπλωματικές ενέργειες και ερμηνείες. Το κακό είναι ότι την Λωζάνη και τα μειονοτικά Ελλάδος και Τουρκίας δεν τα ερμηνεύουμε ή αναλύουμε με βάση το εθιμικό, κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι αλλά μόνο το νομικό αφού δεν γνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες των μειονοτήτων.
Είναι λάθος να λέγεται ότι έφθασε ο Τούρκος πολιτικός για να δώσει «πολιτική οντότητα» στην μειονότητα «για να επηρεάσει τις τοπικές πολιτικές εξελίξεις».
Πραγματικά δεν καταλαβαίνω πώς θα επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις όταν η μειονότητα είναι πολίτες αυτής της χώρας, εκλέγουν βουλευτές, Περιφερειακούς και Δημοτικούς συμβούλους , αντιπροσώπους στα επιμελητήρια και συμμετέχουν στην οικονομική ζωή του τόπου.
Παρακάτω ο αρθρογράφος σημειώνει ότι ο κ. Κιράν «αναμένεται να θέσει θέματα»! Θεωρώ ότι είναι ατυχής έκφραση αφού ο Τούρκος πολιτικός δεν θα συναντηθεί επίσημα για να θέσει διάφορα θέματα. Πάντως ο αναλυτής του άρθρου θα πρέπει να στρέψει την προσοχή του στα θέματα που εκκρεμούν, στα κατά καιρούς αποτελέσματα της Διακομματικής Επιτροπής για την Θράκη για να μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα το μειονοτικό.
Δεν θα περατώσω το παρόν άρθρο μου αν δεν αναφερθώ στην πρόταση του υπογράφοντα το άρθρο που σημειώνει «Η ελληνική πολιτεία πρέπει, από την πλευρά της, να επικεντρωθεί στην οικονομική, κοινωνική και εθνική θωράκιση της Θράκης και στη δημιουργία αναπτυξιακού μοντέλου για την περιοχή, που θα αποκλείει την αυθαίρετη δραστηριότητα ξένων κύκλων, με στόχο την ανάδειξη μια νέας οικονομικής ελίτ της μουσουλμανικής μειονότητας, που θα είναι υποχείριο της Άγκυρας. Παράλληλα, η Θράκη υπονομεύεται και από εθνομηδενιστικούς κύκλους που επικαλούνται την ύπαρξη “τουρκικής μειονότητας” και λειτουργούν ως “Δούρειος Ίππος” της Τουρκίας».
Μου θυμίζει την πρόταση του Συντονιστικού Συμβουλίου Θράκης όπου στα πρακτικά του μεταξύ των ετών 1959-1969 σημείωνε ότι πρέπει «να θωρακιστεί η Θράκη οικονομικά, κοινωνικά, εθνικά με αποκλεισμό ξένων κύκλων». Έμμεσα τόνιζαν την εποχή εκείνη ότι «η μειονότητα θα αναπτύσσονταν μέσω των Χριστιανών συμπολιτών της».
Και φυσικά να σημειώσω ότι ο αρθρογράφος, όπως πολλοί «ειδικοί», αναφέρονται στους «εθνομηδενιστές που επικαλούνται την ύπαρξη Τουρκικής μειονότητας». Θα πρέπει να κατανοήσει το σύνολο αυτών όλων που ασκούν αρθρογραφία ότι η ιστορία διδάσκει. Τα λάθη και οι παραλήψεις της πολιτικής παραδειγματίζουν. Η αποδοχή των λόγων και επιχειρημάτων όλων είναι οξυγόνο της Δημοκρατίας. Τα επιχειρήματα των αντίθετων απόψεων είναι προϊόν γνώσης , μόρφωσης και πολυετούς έρευνας. Δεν είναι μονόπλευρα και δεν απηχούν πνευματική καλλιέργεια και μονομέρεια. Επί τέλους να καταλάβουμε γιατί μιλάμε, τι θέλουμε και να μην συγκεντρώνουμε τα λάθη και τις παραλήψεις μας κάτω από το χάλι. Θα ήταν καλό να ομιλούμε επί του πρακτέου πολιτικά και όχι με βάση το επιθυμητό.
Το άρθρο του υμεών Σολταρίδη δημοσιεύτηκε στην enet.gr και αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας του στη Ροή